- lactarious
Useful english dictionary. 2012.
Useful english dictionary. 2012.
λακτάριος — (Lactarius). Γένος βασιδιομυκήτων, της κλάσης των υμενομυκήτων, της τάξης agaricales. Kοινότερος στην Ελλάδα είναι ο λ. ο νόστιμος. Έχει καρπόσωμα (σποριοφόρο σώμα) με αρχικά κυρτό και αργότερα χωνοειδή, πορτοκαλόχρωμο πίλο, και ωχρώδη ελάσματα… … Dictionary of Greek